Σύνταγμα: Αποτελεί το θεμελιώδη νόμο ενός
κράτους (η μίας δημοκρατικής ένωσης). Διακρίνεται σε:
·
Τυπικό: ενιαίο γραπτό κείμενο, βρισκόμενο
στην κορυφή της πυραμιδικής ιεράρχησης των κανόνων δικαίου.
·
Ουσιαστικό: συμπεριλαμβάνει όλους τους κανόνες
δικαίου (ανεξαρτήτως τυπικής ισχύος) που ρυθμίζουν τη συγκρότηση και την άσκηση
της κρατικής εξουσίας.
Πρόκειται για έννοιες διάλληλες,
καθώς ρυθμίσεις του ουσιαστικού Συντάγματος δεν αναγράφονται ρητά στο τυπικό
Σύνταγμα, το οποίο εμπεριέχει διατάξεις που φαντάζουν άσχετες εκ πρώτης όψεως
με το ουσιαστικό Σύνταγμα.
·
Γραπτό: Θεσπίζεται από τη συντακτική
εξουσία και περιβάλλεται τη μορφή κειμένου.
·
Άγραφο: Απαρτίζεται από εθιμικούς κανόνες,
οι οποίοι βασίζονται στη μακραίωνη εφαρμογή, καθώς και στο αίσθημα δικαίου που
τους περιβάλλει.
·
Αυστηρό: Λαμβάνει τις ακόλουθες μορφές:
α)Αυστηρό με απόλυτο τρόπο (η αναθεώρησή του απαγορεύεται εντελώς) και
β)αυστηρό με σχετικό τρόπο (είτε απαιτείται ειδική διαδικασία προκειμένου να
αναθεωρηθεί είτε δεν αναθεωρούνται συγκεκριμένα άρθρα που απαρτίζουν το σκληρό
πυρήνα του).
·
Ήπιο: Αναθεωρείται με την κοινή
νομοθετική διαδικασία.
Τόσο τα ήπια όσο και τα απόλυτα
αυστηρά Συντάγματα σήμερα εκλείπουν. Τα περισσότερα Συντάγματα χαρακτηρίζονται
τυπικά (γραπτά) και σχετικά αυστηρά (με τον έναν εκ των δύο ή και με αμφότερους
τους τρόπους).
Κύριες λειτουργίες
του Συντάγματος:
1.
Οργανωτική: Το Σύνταγμα οργανώνει και
επιμερίζει την κρατική εξουσία, ενώ παράλληλα προβλέπει τα όργανα που την
ασκούν και τον τρόπο με τον οποίον αυτά συγκροτούνται και λειτουργούν. Επίσης
θεμελιώνει την έννομη τάξη και ρυθμίζει την συμμετοχή των πολιτών στη
συγκρότηση της πολιτειακής βούλησης.
2.
Εγγυητική: Το Σύνταγμα περιέχει διατάξεις που
κατοχυρώνουν και προστατεύουν δικαιώματα ατόμων και ομάδων απέναντι όχι μόνο
στο κράτος, αλλά και σε φορείς ιδιωτικής εξουσίας. Η άλλη όψη της εγγυητικής
λειτουργίας είναι ο περιορισμός της κρατικής εξουσίας. Κάτι τέτοιο
επιτυγχάνεται αφενός με απαγορεύσεις (αρνητικά όρια) και αφετέρου με επιταγές
(θετικά όρια).
3.
Νομιμοποιητική: Μέσα από συνταγματικές διαδικασίες
(ψήφιση νόμων, καθολική συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα) η εξουσία
νομιμοποιείται και γίνεται αποδεκτή από όλους. Τυχόν δυσαρέσκεια των πολιτών
εκφράζεται νόμιμα μέσω κατοχυρωμένων διαδικασιών.
4.
Ενοποιητική: Συνιστά προέκταση της νομιμοποιητικής.
Το Σύνταγμα μέσα από προβλεπόμενες διαδικασίες επιλύει τις διαφορές που
προκύπτουν μεταξύ των πολιτών και ταυτόχρονα ενοποιεί τον κοινωνικό σχηματισμό.
Με αυτόν τον τρόπο ανάγεται σε σύμβολο ενότητας και κοινωνικής συνοχής.
Συντακτική εξουσία: Πρόκειται για φαινόμενο έκτακτο
και με σύντομη χρονική διάρκεια. Επέρχεται με την ίδρυση του κράτους, μετά το
πέρας ενός ολοκληρωτικού και απολυταρχικού καθεστώτος ή κατόπιν κατάλυσης της
έως τότε ισχύουσας εξουσίας. Σκοπός της είναι η θέσπιση Συντάγματος και η
παραχώρηση της θέσης της στις συντεταγμένες εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική,
δικαστική και αναθεωρητική). Η συντακτική εξουσία μολονότι καθορίζει το δίκαιο
και δεν καθορίζεται νομικά, εντούτοις υπόκειται σε διαδικαστικές δεσμεύσεις,
αφού όσο περισσότερο βαίνει προς την ολοκλήρωσή της, τόσο περισσότερο
αυτοπεριορίζεται. Προϋποθέσεις άσκησής της συνιστούν α)η ίδρυση νέου κράτους,
β)η κατάλυση της έννομης τάξης από πραξικόπημα και γ)η επανάσταση με κυρίαρχο
το λαό η την πλειοψηφία του.
Με βάση το φορέα της συντακτικής
εξουσίας, κάνουμε λόγο για:
·
Παραχωρημένα Συντάγματα (αυτός που δύναται να επιβληθεί με
τη βία αποφασίζει να μοιραστεί την εξουσία με τους υπηκόους του σε ένα Σύνταγμα
μονομερώς θεσπισμένο από τον ίδιο).
·
Συντάγματα-Συνθήκες (καταρτίζονται από το μονάρχη από
κοινού με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού. Πρόκειται για συμβιβασμό των
κοινωνικών δυνάμεων με τον μονάρχη).
·
Δημοκρατικά Συντάγματα (καταρτίζονται από το
αντιπροσωπευτικό όργανο του λαού που προήλθε από άμεση, μυστική και καθολική
ψηφοφορία. Δεν αποκλείεται και άμεση συμμετοχή του λαού με προτάσεις).
Στην πορεία της, η διαδικασία της
δημιουργίας Συντάγματος αυτορυθμίζεται με τη συνδρομή αφενός των συντακτικών
πράξεων και αφετέρου των ψηφισμάτων.
Διαφέρουν στο ότι οι μεν συντακτικές
πράξεις εκδίδονται από τον αρχηγό του κράτους και την κυβέρνηση, τα δε
ψηφίσματα από το αντιπροσωπευτικό σώμα που ασκεί τη συντακτική εξουσία. Διαθέτουν
ίση τυπική ισχύ και μεταγενέστερο καταργεί προγενέστερο.
Ουσιαστικά όρια της
συντακτικής εξουσίας:
·
Αποσκοπεί
στη θέσπιση Συντάγματος.
·
Οφείλει
να προσδώσει κανονιστικό περιεχόμενο στις διατάξεις του.
·
Προβλέπει
λειτουργικούς θεσμούς που προσιδιάζουν στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
·
Οφείλει
να λάβει υπόψη το συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, έτσι ώστε το
Σύνταγμα να έχει μακροχρόνια εφαρμογή.
Αναθεωρητική
Λειτουργία
Αναθεώρηση: Μεταβολή του Συντάγματος με
κατάργηση, τροποποίηση, αντικατάσταση, αυθεντική ερμηνεία ή προσθήκη διατάξεων.
Δεν πρόκειται για αδέσμευτη πρωτογενή εξουσία, καθώς απονέμεται από το ίδιο το
δίκαιο σε συγκεκριμένο όργανο. Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται καθορίζει και
το βαθμό αυστηρότητας του Συντάγματος.
Η αναθεώρηση επιτυγχάνεται με τρεις
τρόπους: α)με παρεμβολή εκλογών μεταξύ της διαπίστωσης της ανάγκης για
αναθεώρηση και της ολοκλήρωσής της, β)μετά τη λήψη απόφασης για αναθεώρηση ή
κατόπιν διενέργειας δημοψηφίσματος και γ)με απαίτηση ειδικών πλειοψηφιών για τη
λήψη αποφάσεων από το αρμόδιο νομοθετικό σώμα σε επανειλημμένες ψηφοφορίες.
Η αναθεώρηση αφενός ενισχύει το Σύνταγμα
και την κανονιστική λειτουργία του, αφετέρου το προστατεύει, καθώς με τις
αυξημένες προϋποθέσεις δεν επιτρέπεται η ευκαιριακή και επιπόλαιη μεταβολή του.
Τέλος, η αναθεώρηση του Συντάγματος κρίνεται αναγκαία για την προσαρμογή του
στις επιταγές του ευρωπαϊκού δικαίου.
Η πρόβλεψη και η οργάνωση της
αναθεώρησης εντοπίζεται στο άρθρο 110 του Συντάγματος, κάτι που αυτομάτως το
καθιστά αρκετά αυστηρό. Στο άρθρο αυτό διαφαίνονται και τα όρια της
αναθεώρησης, δηλαδή ο σκληρός πυρήνας του Συντάγματος (τα μη αναθεωρήσιμα
άρθρα). Επιπλέον, στο άρθρο 110 διατυπώνεται ρητά το κανονιστικό περιεχόμενο
των διατάξεων εκείνων που αφορούν τη μορφή και τη βάση του πολιτεύματος.
Στην κατηγορία των άρθρων που δεν
υπόκεινται σε αναθεώρηση ανήκει και το ίδιο το άρθρο 110, το οποίο διαχωρίζει
την αναθεωρητική εξουσία τόσο από την αδέσμευτη συντακτική, όσο και από την
κοινή νομοθετική.
Τα διαδικαστικά στάδια είναι
συνολικά τρία: Κατά το πρώτο διαπιστώνεται η ανάγκη αναθεώρησης, ενώ παράλληλα
καθορίζεται και η κατεύθυνσή της. Με τον τρόπο αυτόν το εκλογικό σώμα
πληροφορείται τι καλείται να επιλέξει. Ο προσδιορισμός της κατεύθυνσης κρίνεται
απαραίτητος, διότι αν δεν υπήρχε, τότε η αναθεωρητική βουλή θα ήταν αδέσμευτη.
Το δεύτερο στάδιο (διενέργεια των εκλογών) δεν ακολουθεί άμεσα, αλλά ενδέχεται
να επέλθει σε βάθος χρόνου. Η αναθεωρητική Βουλή μπορεί είτε να αγνοήσει το
αίτημα αναθεώρησης, είτε να το υπερψηφίσει έστω και με ουσιώδεις αλλαγές. Στη
δεύτερη περίπτωση τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 110 παρ. 5 και οι αναθεωρητικές διατάξεις
δημοσιεύονται στο Φ. Ε. Κ. κατά παραγγελία του προέδρου της Βουλής και όχι του
Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος απέχει από τη διαδικασία. Στην παρ. 6
προβλέπεται η μη επανάληψη αναθεώρησης εντός πενταετίας. Δικαστικός έλεγχος εδώ
θεωρητικά δεν υφίσταται, διότι η αναθεώρηση ανάγεται στα interna corporis της Βουλής.
Εγγυήσεις τήρησης του
Συντάγματος
Τέτοιες εγγυήσεις αποτελούν α)ο
έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, β)η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία
τους, γ)η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος, δ)το δικαίωμα αντίστασης και ε)η
κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Χαρακτήρας του
δικαστικού ελέγχου:
·
Είναι
διάχυτος, αφού “διαχέεται” σε όλα τα δικαστήρια της χώρας.
·
Έχει
παρεμπίπτοντα χαρακτήρα, καθώς ένας νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός με βάση την
απόφαση του δικαστηρίου στα πλαίσια μίας συγκεκριμένης περίπτωσης. Η
αντισυνταγματικότητα βρίσκεται στο αιτιολογικό μέρος της απόφασης και αφορά τη
συγκεκριμένη περίπτωση (inter partes). Δεν απευθύνεται προς όλους τους
ενδιαφερόμενους πολίτες (erga omnes).
·
Είναι
συγκεκριμένος, δηλαδή αφορά τη διάταξη που είναι κρίσιμη για την επίλυση της
εκάστοτε διαφοράς.
·
Έχει
κατασταλτικό χαρακτήρα, δηλαδή διεξάγεται μετά από τη θέσπιση του νόμου και
κατόπιν της έναρξης εφαρμογής του στην πράξη, αφού ακριβώς η εφαρμογή αυτή
αποτελεί την αφορμή του ελέγχου.
Αυτά τα χαρακτηριστικά διαφοροποιούν
το ελληνικό σύστημα από άλλα, στα οποία υπάρχει συνταγματικό δικαστήριο. Εκεί ο
έλεγχος είναι συγκεντρωτικός (πραγματοποιείται μόνο από το ειδικό δικαστήριο)
και κύριος (αντικείμενό του είναι η συνταγματικότητα του νόμου καθαυτή, ενώ
τυχόν ακυρότητα ισχύει erga omnes).
Αντικείμενο και
κριτήριο του ελέγχου:
Αντικείμενο ελέγχου είναι γενικά ο
νόμος, και πιο συγκεκριμένα ο τυπικά ψηφισμένος από τη Βουλή νόμος. Ακόμη εδώ
υπάγεται και κάθε ουσιαστικός νόμος που περιέχεται σε κανονιστική πράξη της
διοίκησης, καθώς δε νοείται έλεγχος του κοινοβουλευτικού νομοθέτη και όχι της
διοίκησης.
Κριτήριο του ελέγχου
συνταγματικότητας αποτελούν οι διατάξεις του τυπικού Συντάγματος. Αυτές είναι
μεταξύ τους ισόκυρες και δεν υπόκεινται σε έλεγχο. Τα συνταγματικά έθιμα, καθώς
και οι διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου δεν λειτουργούν ως κριτήρια του
ελέγχου.
Έκταση του ελέγχου:
Ο έλεγχος αφορά το περιεχόμενο του
νόμου (ουσιαστική αντισυνταγματικότητα) και δεν επεκτείνεται στη νομοπαραγωγική
διαδικασία. Σε έλεγχο υπόκεινται και τα εξωτερικά τυπικά στοιχεία του νόμου
(τυπική αντισυνταγματικότητα), πάντα στα πλαίσια της έννομης τάξης.
Όρια του ελέγχου:
Ο έλεγχος ασκείται από τα δικαστήρια
στα πλαίσια νομοθετικά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων. Στο νόμο πρέπει να
θεμελιώνεται τέτοια έννομη σχέση, που τυχόν προσβολή της να δίνει το έναυσμα
ώστε να διακριβωθεί το αν η συγκεκριμένη διάταξη είναι αντισυνταγματική. Ο
έλεγχος αφορά αποκλειστικά και μόνο τη συνταγματικότητα μίας διάταξης και όχι
τη σκοπιμότητα του νομοθέτη.
Συνέπεια της διαπίστωσης της
αντισυνταγματικότητας μίας διάταξης είναι η μη εφαρμογή της. Αυτή έχει σαν
αποτέλεσμα να ασκείται πλέον ελεύθερα το συνταγματικό δικαίωμα που περιοριζόταν
εξαιτίας της αντισυνταγματικής διάταξης. Περιορισμός σε δικαίωμα δύναται να
επέλθει μόνο μέσω σύμφωνου με το Σύνταγμα νόμου.
Έλεγχος της συνταγματικότητας
γίνεται και από άλλα όργανα (εφόσον δεν προκύπτει εξ αντιδιαστολής το αντίθετο)
υπό το πρίσμα του σεβασμού του Συντάγματος από όλα τα κρατικά όργανα.
Ειδικότερα:
·
Ο
ΠτΔ ελέγχει τη συνταγματικότητα κάθε πράξης που φέρει την υπογραφή του. Ακόμη
έχει τη δυνατότητα να αναπέμψει ένα νόμο όταν δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη
από το Σύνταγμα διαδικασία παραγωγής του (και όχι για λόγους ουσιαστικής
αντισυνταγματικότητας).
·
Η
Βουλή οφείλει να ελέγχει όλους του νόμους προτού αυτοί υποβληθούν σε ψηφοφορία,
ήδη από το στάδιο της συζήτησης του σχεδίου νόμου.
·
Η
δυνατότητα ελέγχου από τη διοίκηση είναι πιο σύνθετη, αφενός εξαιτίας της
έλλειψης γνώσεων από τους δημοσίους υπαλλήλους, αφετέρου λόγω της ιεραρχικής
της δομής. Κατά τα άλλα οι υπάλληλοι δικαιούνται να μην εφαρμόζουν διάταξη που
φανερά προσκρούει στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας. Στην πράξη, ο έλεγχος
ασκείται από το Νομικό Συμβούλιο του κράτους (με την υποβολή γνωμοδοτήσεων προς
τους υπουργούς), καθώς και από τις νεοπαγείς ανεξάρτητες αρχές.
Κατάσταση έκτακτης
ανάγκης (άρθρο 48
Σ)
Αρχικά εισήχθη με τη λογική της
περιστολής των συνταγματικών δικαιωμάτων σε έκτακτες περιστάσεις (ιδίως όταν
επρόκειτο για πόλεμο) προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι όποιες δυσμενείς
καταστάσεις και μετέπειτα να επανέλθει η συνταγματική νομιμότητα. Ουσιαστικά
θεσμοποιεί τη στρατιωτική επιβολή. Για την κήρυξή της πρέπει να υφίσταται πόλεμος
ως πραγματική κατάσταση που έχει κηρυχθεί και νομικά. Το ίδιο ισχύει για την
επιστράτευση, εφόσον η εθνική ασφάλεια απειλείται άμεσα από εξωτερικούς για την
ανεξαρτησία της χώρας κινδύνους. Η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των 3/5 του
συνόλου των βουλευτών κατόπιν σχετικής πρότασης της Κυβέρνησης και δημοσιεύεται
από τον ΠτΔ.
Δικαίωμα αντίστασης (άρθρο 120 παρ. 4 Σ)
Ορίζεται στην ακροτελεύτια διάταξη
του Συντάγματος. Προβλέπει την υποχρέωση αντίστασης με κάθε δυνατό μέσο στην
κατάλυση του Συντάγματος. Ο χαρακτήρας του εν λόγω δικαιώματος είναι
ιδεολογικός και ηθικοπλαστικός.
Παραβίαση Συντάγματος: Επέρχεται με έναν αντισυνταγματικό νόμο.
Αντιμετωπίζεται με τον έλεγχο της αντισυνταγματικότητας και περαιτέρω με τη μη
εφαρμογή της αντισυνταγματικής διάταξης. Ωστόσο και μη αντιμετώπιση μίας
τέτοιας διάταξης δεν οδηγεί σε κατάλυση του Συντάγματος.
Κατάλυση Συντάγματος: Προσβολή του πολιτεύματος με τρόπο άμεσο (επανάσταση
ή πραξικόπημα) ή έμμεσο (περίπτωση κατά την οποία θίγεται η μορφή και η βάση
του).
Τυπολογία
Δημοκρατικού Πολιτεύματος
·
Άμεση δημοκρατία: Το σύνολο των πολιτών ασκεί την
εξουσία για διάφορα θέματα, ενώ παράλληλα καθορίζει ευθέως την ακολουθητέα
πολιτική (π.χ. πόλη κράτος).
·
Έμμεση δημοκρατία: Ο λαός πραγματοποιεί επιλογές
προσώπων που θα στελεχώσουν τα άμεσα κρατικά όργανα που θα λάβουν αποφάσεις
ουσίας (σημερινή μορφή αποτελεί το αστικό κράτος).
·
Απόλυτη δημοκρατία: Ο λαός ασκεί ολόκληρη την εξουσία
χωρίς περιορισμούς.
·
Περιορισμένη δημοκρατία: Αυτοπεριορίζεται μέσω του
Συντάγματος χωρίς να θίγει διατάξεις του τελευταίου. Αυτός ο περιορισμός
επιτυγχάνεται με τη δημιουργία κρατικών οργάνων που λειτουργούν ως θεσμικά
αντίβαρα στην βούληση της πλειοψηφίας.
·
Δημοκρατία με κληρονομικό άρχοντα: Πρόκειται για εκδοχή της
βασιλευόμενης δημοκρατίας, με συμβολικό πια το ρόλο του βασιλιά.
·
Δημοκρατία με αιρετό άρχοντα: Ο άρχοντας του κράτους (ΠτΔ) έχει
και ουσιαστικές αρμοδιότητες. Εκλέγεται είτε με άμεσο τρόπο (από το λαό) είτε
με έμμεσο (από νομοθετικό ή εκλεκτορικό σώμα).
Ο ΠτΔ μπορεί να είναι ταυτόχρονα
αρχηγός κράτους και κυβέρνησης (προεδρικό σύστημα).
Η κυβέρνηση καθορίζει την πολιτική,
αρχηγός της είναι ο πρωθυπουργός, ως αρχηγός της μονοκομματικής πλειοψηφίας,
και εξαρτάται πλήρως από το κοινοβούλιο (κοινοβουλευτικό σύστημα).
O ΠτΔ εκλέγεται άμεσα, εξοπλίζεται με
ευρείες αρμοδιότητες, ενώ παράλληλα υπάρχουν ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, η
οποία εξαρτάται από το κοινοβούλιο (ημιπροεδρικό σύστημα).
Τα μέλη της κυβέρνησης εκλέγονται το
καθένα ξεχωριστά από το κοινοβούλιο και εκπροσωπούν τις σημαντικότερες ομάδες
του τελευταίου. Η διάλυση του κοινοβουλίου εδώ αποκλείεται (κυβερνώσα Βουλή).
Τα τρία πρώτα συστήματα αποτελούν
τις κύριες μορφές κυβέρνησης στο δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό, συνταγματικό
κράτος.
Η λαϊκή κυριαρχία αναφέρεται συμβολικά
στο άρθρο 1 του Συντάγματος και λειτουργεί ως θεμέλιο του πολιτεύματος και πηγή
όλων των εξουσιών. Η δημοκρατική αρχή συνιστά τη σημαντικότερη συνταγματική
αρχή, καθώς και τη νομιμοποιητική βάση του Συντάγματος, χωρίς ωστόσο να είναι
ανώτερη από τις άλλες συνταγματικές διατάξεις.
Πολιτική ελευθερία: Συμμετοχή στην άσκηση της
πολιτειακής εξουσίας μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες.
Ατομική ελευθερία: Αίτημα περιορισμού της κρατικής
εξουσίας απέναντι στο άτομο.
Για την πραγμάτωση της πρώτης, απαραίτητη
προϋπόθεση αποτελεί η οργάνωση των ατόμων σε ομάδες. Συνέπειες της πολιτικής
ελευθερίας είναι τόσο η ελευθερία έκφρασης πολιτικών απόψεων, όσο και η
επιδίωξη των πολιτών να συμμετέχουν ενεργά στο σχηματισμό της πολιτειακής
βούλησης. Η ελευθερία δεν περιορίζεται με νόμο, διότι κάτι τέτοιο θα
καταστρατηγούσε την δημοκρατική αρχή.
Η πολιτική ισότητα εκφράζεται κατά
τη διεξαγωγή των εκλογών, τόσο ως προς το εκλέγειν, όσο και ως προς το
εκλέγεσθαι. Προέκτασή της είναι η πάγια πεποίθηση πως η πλειοψηφία σε κάθε
περίπτωση υπερτερεί της μειοψηφίας.
Αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας: Ο
λαός είναι η παρούσα ανά πάσα στιγμή διάσταση του έθνους, με το οποίο και
ταυτίζεται για κάθε πρακτική συνέπεια.
Λαός: Υπό την ευρεία έννοια, είναι το
σύνολο των πολιτών. Υπό τη στενή έννοια σημαίνει το τμήμα εκείνο του πληθυσμού
που διαθέτει ενεργό εκλογικό δικαίωμα.
Οι λαϊκές αποφάσεις είναι οι μόνες
που νομιμοποιούνται. Απεναντίας, όλες οι υπόλοιπες αποφάσεις κρατικών οργάνων
νομιμοποιούνται με την αναγωγή τους στη λαϊκή βούληση.
Η λαϊκή ετυμηγορία είναι καθεαυτή νομιμοποιημένη, λόγω της
πηγής της. Η θέληση του λαού ωστόσο δεν ταυτίζεται με την πλειοψηφία, η οποία
αποτελεί ένα θεωρητικό κατασκεύασμα.
Κοινοβουλευτικό
σύστημα
Το κοινοβουλευτικό σύστημα
καθιερώνεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Συντάγματος. Το σύστημα αυτό δεν αποτελεί
την εξέλιξη μίας θεωρίας. Αντιθέτως προέκυψε βαθμιαία μέσα από την εξέλιξη της
ιστορίας.
Η ουσία του κοινοβουλευτικού
συστήματος έγκειται αφενός στην εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη του
κοινοβουλίου και αφετέρου στον περιορισμό του αρχηγού του κράτους (ΠτΔ) σε ένα
συμβολικό ρόλο. Ο ΠτΔ διαθέτει σημαντικές αρμοδιότητες (διορισμός και παύση
κυβέρνησης, διάλυση της Βουλής), οφείλει ωστόσο να ακολουθεί ιδιαίτερα αυστηρές
διαδικασίες.
Αρχή της Δεδηλωμένης: Πρόκειται για συνθήκη πολιτεύματος
και όχι για συνταγματική διάταξη. Η συγκεκριμένη αρχή απέτρεψε επεμβάσεις του
βασιλιά στην πολιτική ζωή, διασφαλίζοντας παράλληλα το ότι η κυβέρνηση εκφράζει
αυθεντικά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που ανέδειξε ο λαός και το ότι η
πολιτική εξουσία ασκείται από αυτήν την πολιτικά υπεύθυνη κυβέρνηση και όχι από
τον καταρχήν ανεύθυνο ΠτΔ.
Ουσιαστική και
Οργανική διάκριση των εξουσιών
Ουσιαστική διάκριση: Γενικά οι πράξεις ή και οι
παραλείψεις της κρατικής εξουσίας κατατάσσονται σε τρεις ενότητες (νομοθετικές,
εκτελεστικές και δικαστικές) ανεξάρτητα από τον τόπο και το χρόνο.
Οργανική διάκριση: Καθένα από τα τρία είδη της
κρατικής δραστηριότητας ανατίθεται σε διαφορετικά όργανα. Έτσι το νομοθετικό
έργο αναλαμβάνει η Βουλή, με την εκτέλεση των νόμων επωμίζεται η Κυβέρνηση, ενώ
τη δικαιοσύνη απονέμουν τα δικαστήρια.
Διασταύρωση
εξουσιών: Συχνό
φαινόμενο κατά το οποίο αρμοδιότητες που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο είδος
εξουσίας ανατίθενται σε όργανο-φορέα άλλης εξουσίας.
Σύγχυση εξουσιών: Περίπτωση κατά την οποία ένα
όργανο ή πρόσωπο επιφορτίζεται με το σύνολο της εξουσίας. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί το πολίτευμα της μοναρχίας.
Διαφορές μεταξύ
διασταύρωσης και σύγχυσης εξουσιών:
·
Στην
περίπτωση της διασταύρωσης το όργανο δεν παύει να λειτουργεί ως φορέας της
αρχικής του εξουσίας. Απλά αναλαμβάνει και την άσκηση μίας αρμοδιότητας ξένης
προς την αρχική του.
·
Στη
δεύτερη περίπτωση συγχέονται οι αρμοδιότητες ενός οργάνου, όπως για παράδειγμα
του μονάρχη στην απόλυτη μοναρχία.
Διάκριση των
λειτουργιών στο ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 26 Σ)
Με κριτήριο την ανάθεση των εξουσιών
σε διαφορετικά όργανα κατά το θεμελιώδες και μη αναθεωρήσιμο άρθρο 26 Σ
προκύπτουν τα εξής:
1.
Είναι
αντίθετη στην αρχή διάκρισης των εξουσιών οποιαδήποτε μορφή σύγχυσης των
οργάνων, καθώς κάτι τέτοιο παραπέμπει σε απόλυτη μοναρχία. Κάθε κρατικό όργανο
πρέπει διαζευκτικά να είναι είτε νομοθετικό είτε εκτελεστικό είτε δικαστικό.
2.
Η
διασταύρωση των λειτουργιών επιτρέπεται μόνο με ειδικότερη του άρθρου 26 Σ
διάταξη, σύμφωνα με την οποία σε συγκεκριμένο όργανο παραχωρείται αρμοδιότητα
ξένη προς την κύρια αποστολή του, δηλαδή τη δικαστική, εκτελεστική ή νομοθετική
του φύση.
3.
Η
απαγόρευση αναθεώρησης του άρθρου 26 Σ συνεπάγεται απαγόρευση να θιγεί το κανονιστικό
περιεχόμενο των διατάξεων που ειδικεύουν τη διάκριση των εξουσιών και καθιστούν
τα όργανα του κράτους φορείς της εκάστοτε εξουσίας. Για παράδειγμα είναι
αδύνατον να καταργηθεί η ισοβιότητα των δικαστικών, διότι κάτι τέτοιο θα
παραβίαζε το άρθρο 26 παρ. 3 Σ.
Από το άρθρο 26 δεν προβλέπεται και δεν συνάγεται
καμία περίπτωση ισοτιμίας των εξουσιών και των οργάνων που τις φέρουν. Κατά το
Σύνταγμα, η νομοθετική εξουσία υπερέχει των άλλων, και αυτό επειδή οι αποφάσεις
της δεσμεύουν τόσο την εκτελεστική όσο και τη δικαστική.
Τυπικοί και
Ουσιαστικοί νόμοι
Ουσιαστικός νόμος: Κάθε κανόνας δικαίου με γενικό και
αφηρημένο περιεχόμενο, ανεξαρτήτως τυπικής ισχύος (δηλαδή του οργάνου και της
διαδικασίας θέσπισής του). Γενικός γιατί εξαρχής αφορά ακαθόριστο αριθμό
προσώπων, αφηρημένος γιατί εξαρχής αφορά ακαθόριστο αριθμό περιπτώσεων.
Τυπικός νόμος: Κάθε πράξη θεσπιζόμενη από το
σύνθετο νομοθετικό όργανο (Βουλή και ΠτΔ) κατά τη συνταγματικώς προβλεπόμενη
διαδικασία, ανεξαρτήτως περιεχομένου.
Τυπικοί και ουσιαστικοί νόμοι είναι
μεταξύ τους διάλληλες έννοιες (σαν δύο τεμνόμενοι κύκλοι). Οι περισσότεροι
τυπικοί νόμοι περιέχουν ουσιαστικούς. Υπάρχουν όμως και ορισμένοι τυπικοί νόμοι
που δεν περιέχουν γενικούς και αφηρημένους κανόνες, αλλά ατομικές ή συγκεκριμένες
ρυθμίσεις. Ακόμη πολλοί ουσιαστικοί νόμοι δεν περιέχονται σε τυπικούς, αλλά σε
κανονιστικές πράξεις της διοίκησης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τυπικών αλλά
όχι ουσιαστικών νόμων αποτελούν οι νόμοι-μέτρα, καθώς και οι ατομικοί νόμοι.
Πρωτεύοντες κανόνες
δικαίου: Όσοι
ρυθμίζουν για πρώτη φορά ένα αντικείμενο μη αντιμετωπιζόμενο στο παρελθόν, ή
καταργούν υφιστάμενες ρυθμίσεις χωρίς να αντλούν κύρος από άλλο κανόνα
υποσυνταγματικού επιπέδου. Οι κανόνες αυτοί αποτελούν αρμοδιότητα της Βουλής
και του ΠτΔ.
Συνδυάζοντας το άρθρο 26 παρ.1 και
τη δημοκρατική αρχή του άρθρου 1, προκύπτει πως ζητήματα που αντιμετωπίζονται
με τυπικό νόμο πρέπει να αντιμετωπίζονται στο περιεχόμενο του ίδιου. Νομοθετική
εξουσιοδότηση προς τη διοίκηση μπορεί να δοθεί μόνο σε σχέση με άλλα ζητήματα,
τα οποία δεν αφορούν τις κύριες επιλογές της ρύθμισης.
Τυπική ισχύς: Ο τυπικός νόμος βρίσκεται στη μέση
της πυραμίδας των κανόνων δικαίου (κάτω από Σύνταγμα και ευρωπαϊκό δίκαιο-πάνω
από τις διοικητικές πράξεις). Μεταξύ τους οι τυπικοί νόμοι έχουν ισχύ ίση και
γενικά ισχύει ότι ο μεταγενέστερος κανόνας καταργεί προγενέστερο και ο
ειδικότερος γενικότερο.
Το Σύνταγμα δεν καθορίζει καταρχήν
τα χρονικά όρια ισχύος των νόμων. Εξαιρούνται: άρθρο 7 παρ. 1 Σ (οι ποινικοί
νόμοι, οι οποίοι δεν έχουν αναδρομική ισχύ), άρθρο 78 παρ. 2 Σ (φορολογικοί
νόμοι, οι οποίοι επίσης δεν έχουν αναδρομική ισχύ) και τέλος, άρθρο 77 παρ. 2 Σ
(ψευδοερμηνευτικοί, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν έχουν ούτε αυτοί αναδρομική
ισχύ).
Όσον αφορά τον εκλογικό νόμο, αυτός
όχι μόνο δεν ισχύει αναδρομικά, αλλά ούτε και στις επόμενες εκλογές, εκτός και
αν συγκεντρωθεί η απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών
(άρθρο 54 παρ. 1 Σ).
*Επομένως λοιπόν, η νομολογία εξ αντιδιαστολής συνάγει ότι
κατά κανόνα είναι ανεκτή η αναδρομικότητα των νόμων, πλην βέβαια των παραπάνω
εξαιρέσεων.
Κανονιστική αρμοδιότητα της διοίκησης
Ο όρος «διοίκηση» γενικά δηλώνει τα
όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και κατ’ εξοχήν τους υπουργούς και τον ΠτΔ. Η
κανονιστική αρμοδιότητα δεν είναι διασταύρωση λειτουργιών, ούτε κάμψη της διάκρισής
τους.
Οι θεσπιζόμενοι από την εκτελεστική
λειτουργία κανόνες είναι δευτερεύοντες(προηγείται ο τυπικός νόμος).Ο τυπικός
νόμος εκτελείται είτε με έκδοση διατάγματος,είτε εξουσιοδοτεί τη
διοίκηση(οφείλοντας να δίνει τις κύριες ρυθμιστικές επιλογές και να καθορίζει
το πλαίσιο άσκησης της αρμοδιότητας) και είναι ανώτερος ως πρωτεύων(αρ.43
παρ2/4)
Η κανονιστική αρμοδιότητα της
εκτελεστικής εξουσίας στηρίζεται στο 26 παρ.2 και το 43 Σ απλώς επιθυμεί να την
περιορίσει μέσα σε ορισμένα πλαίσια.
Τα «προϊόντα» της κανονιστικής
αρμοδιότητας παίρνουν μορφή είτε προεδρικού διατάγματος, είτε υπουργικής
απόφασης ή απόφασης άλλου διοικητικού οργάνου. Το προεδρικό διάταγμα οφείλει να
δημοσιευθεί σε ΦΕΚ για να αποκτήσει υπόσταση(αρ.35 παρ 1).
Γενικός κανόνας για τις κανονιστικές
πράξεις του άρθρου 43 είναι ότι α) δεν χρήζουν αιτιολογίας(εκτός και αν το
επιβάλλει ο εξουσιοδοτικός νόμος) β)δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο και
γ)στην περίπτωσή τους δεν νοείται κατάχρηση εξουσίας.
Εκτελεστικά Διατάγματα
Η παρ.1 του άρθρου 43 αφορά
περιπτώσεις νόμου που δεν δίνει εξουσιοδότηση αλλά δεν έχει απόλυτη ρυθμιστική
αυτάρκεια. Εδώ επιτρέπεται η εκτέλεση του νόμου με κανονιστικό ΠΔ από τον ΠτΔ
και προσυπογραφή του αρμοδίου υπουργού. Οι κανόνες του διατάγματος είναι
συμπληρωματικοί και δεν καθιερώνουν νέους που δεν προβλέπονται στον αρχικό
νόμο.
Δεν γίνεται να τροποποιηθούν τυπικοί
νόμοι από εκτελεστικά διατάγματα λόγω της μειωμένης τυπικής ισχύος των
δεύτερων(αρ.26 παρ 1,2 και 43 παρ.1 Συντ.)
Τα εκτελεστικά διατάγματα είναι μη
αυτοτελή με την έννοια ότι τυχόν κατάργηση του εκτελούμενου νόμου, αυτόματα
καταργεί και το διάταγμα,δείγμα του συμπληρωματικού τους χαρακτήρα.
Από το 43 παρ.1 εξ αντιδιαστολής
συνάγεται το συμπέρασμα ότι κανένα άλλο όργανο δεν έχει αρμοδιότητα έκδοσης
κανονιστικών πράξεων άνευ ρητής εξουσιοδότησης.
Ο ΠτΔ δεν μπορεί να αναστείλει την
εφαρμογή του νόμου ή να εξαιρέσει κάποιον από την εκτέλεση του, κάτι που ισχύει
και για τα υπόλοιπα εκτελεστικά όργανα.
Η νομοθετική εξουσιοδότηση διέπεται
από ορισμένες αρχές.1)Οι κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις
είναι αυτοτελείς(δηλ. διατηρούνται και μετά την κατάργηση του εξουσιοδοτικού
νόμου).2)Η εξουσιοδότηση δίνεται με σαφή διάταξη τυπικού νόμου.Αν υπάρχει
αμφιβολία, δεν υπάρχει εξουσιοδότηση. 3)Η χρήση της εξουσιοδότησης είναι
δυνητική. Εξαίρεση είναι η επιβολή προθεσμίας για τη έκδοση της πράξης (η οποία
όμως συχνά εκλαμβάνεται ως έντονη υπόδειξη). Γενικά είναι ζήτημα ερμηνείας του
εξουσιοδοτικού νόμου αν είναι υποχρεωτική η χρήση της εξουσιοδότησης ή όχι.
Υπεξουσιοδότηση, δηλαδή μεταβίβαση
της από τον εξουσιοδοτικό νόμο εκχωρούμενης αρμοδιότητας είναι ανεπίτρεπτη
εκτός αν αναφέρεται στον εξουσιοδοτικό νόμο ρητά και αφορά ζητήματα όπως τα
αναφερόμενα στο αρ.43 παρ 2 εδ. β’. Η τυπική ισχύς των κανονιστικών πράξεων
υψώνεται στο επίπεδο αυτής του εξουσιοδοτικού νόμου.
Γενική Εξουσιοδότηση
Προϋποθέσεις ψήφισής του: α) Ψηφίζεται αποκλειστικά από την
ολομέλεια της Βουλής. β)Έχει αποδέκτη τον ΠτΔ(αφού μόνο αυτός εκδίδει
διατάγματα). γ) Ω ς προς το περιεχόμενο είναι ευρύτερη της ειδικής και της
ειδικότερης χωρίς όμως να είναι απεριόριστη. Θέτει το γενικό περίγραμμα των
ρυθμίσεων που καλείται να καθορίσει ο ΠτΔ με την προσυπογραφή και την καθοριστική
συμμετοχή του αρμοδίου υπουργού. δ)Ο νόμος-πλαίσιο οφείλει να θέτει χρονικά
όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησής του. ε) Ο νόμος-πλαίσιο δεν μπορεί να
χορηγήσει εξουσιοδότηση για κάποιο από τα θέματα του αρ 72 παρ.1 ώστε να
ρυθμιστούν με διάταγμα.
Ειδική Εξουσιοδότηση
Ρυθμίζεται στο αρ 43 παρ.2 εδ.α’.
Αποδέκτης της είναι ο ΠτΔ όπως προκύπτει απ τη διατύπωση «έκδοση κανονιστικών
διαταγμάτων», καθώς μόνο εκείνου οι πράξεις φέρουν τον τίτλο διάταγμα.
Κρίσιμο ζήτημα είναι η ερμηνεία του
όρου «ειδική». Το ΣτΕ δέχεται πως πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη
προσδιορίζοντας καθ’ ύλη το αντικείμενό της. Είναι αδιάφορο το εύρος της εφόσον
είναι ορισμένη. Αυτό προκύπτει από 26 παρ.1+2 γιατί αλλιώς θα μιλούσαμε για άνευ
όρων εκχώρηση νομοθετικής λειτουργίας στα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας
καταλύοντας τη διάκριση των λειτουργιών.
Η εξουσιοδότηση δεν πρέπει να είναι
μόνο ορισμένη.Πρέπει να μην είναι υπερβολικά ευρεία και επίσης να συνοδεύεται
από τη ρύθμιση των ουσιωδών ζητημάτων στον ίδιο τον εξουσιοδοτικό νόμο, από τον
οποίο δίνονται η ακολουθητέες επιλογές της διοίκησης.
Ειδικότερη
Εξουσιοδότηση
Χάρη σε αυτή επιτρέπεται η
εξουσιοδότηση προς άλλα πλην του ΠτΔ διοικητικά όργανα μόνο για τη ρύθμιση
ειδικότερων ή λεπτομερειακών θεμάτων.
Η κανονιστική αυτή ρύθμιση
περιβάλλεται τον τύπο υπουργικής απόφασης.
Το ΣτΕ οριοθετεί με τη νομολογία του
αυστηρότερα αυτό τον τύπο εξουσιοδότησης απ’ ότι την «ειδική» επειδή αντίθετα
από τα κανονιστικά διατάγματα λοιπές κανονιστικές πράξεις δεν εντάσσονται στον
έλεγχό του.
«Ειδικότερα θέματα» θεωρούνται
μερικότερες περιπτώσεις ορισμένου θέματος.
Κρατικό όργανο: Θεσμικό υποκείμενο αρμοδιοτήτων
συγκροτούμενο βάσει κανόνων δικαίου.Λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς
και εκφράζει την πολιτειακή βούληση.
Αρμοδιότητα:Ικανότητα που απονέμει το δίκαιο
προς επιτέλεση ορισμένου έργου. Είναι νομικά ρυθμισμένη και περιορισμένη.
Άμεση ψηφοφορία:(51 παρ 3 εδ. Α’):Η αρχή της άμεσης
ψηφοφορίας απαγορεύει την παρεμβολή κάθε
ενδιάμεσης βούλησης μεταξύ εκλογικού σώματος και του αποτελέσματος(π.χ.
εκλεκτορικό σώμα όπως στις Η.Π.Α).Με την άμεση εκλογή εκδηλώνεται απευθείας η
βούληση των ψηφοφόρων εξολοκλήρου. Από την αρχή αυτή απορρέει και η υποχρέωση
αυτοπρόσωπης άσκησης του εκλογικού δικαιώματος.
Καθολική ψηφοφορία:(51 παρ3 εδ α’): Επιτάσσει την
αναγνώριση του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος στο σύνολο των πολιτών(χωρίς
περιορισμό βάσει μόρφωσης ή οικονομικής επιφάνειας).
Στο εδ. β’ τίθεται νομοθετικός
περιορισμός μόνο για 3 περιπτώσεις πολιτών.
Μυστική ψηφοφορία:(51 παρ3 εδ. α’): Η αρχή αυτή
επιτάσσει τη μη γνωστοποίηση του περιεχομένου της ψήφου σε κανέναν εκτός του
ίδιου του εκλογέα.
Η έμμεση γνωστοποίηση δεν απαγορεύεται αρκεί να μην είναι
επαληθεύσιμη.Η μυστικότητα δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα αλλά και κανόνα δικαίου
που διασφαλίζει τη γνήσια έκφραση της θέλησης του καθένα.
Ελεύθερη και ανόθευτη
εκδήλωση της λαϊκής θέλησης(Αρ 52)
Ισότητα ψήφου:Δεν καθιερώνεται ρητά στο Σύνταγμα αλλά προκύπτει
από την πολιτική ισότητα, στοιχείο της δημοκρατικής αρχής. Η ισότητα της ψήφου
σημαίνει ίση αριθμητική αξία της ψήφου για όλους τους εκλογείς.
Εκλογικό Σύστημα: (Αρ 54 παρ1-2):Το σύνολο των
ρυθμίσεων που διέπουν την εκλογική διαδικασία από την προεκλογική διαδικασία
μέχρι την ανακοίνωση των εκλεγμένων αντιπροσώπων.
Με τη στενή έννοια θα μπορούσε να οριστεί ως μέθοδος κατανομής εδρών ενός
αντιπροσωπευτικού σώματος σε συνδυασμούς η σε μεμονωμένους υποψηφίους βάσει
αποτελέσματος εκλογικής διαδικασίας.
Πλειοψηφικά
συστήματα: Η
αρχή της πλειοψηφίας συνίσταται στην εκλογή του υποψηφίου(-ων) που συγκέντρωσε
την πλειοψηφία-άλλοτε απόλυτη και άλλοτε σχετική- των εκλογέων.
Αναλογικά συστήματα: Η αρχή της αναλογίας συνίσταται
στην κατανομή των εδρών ανάλογα στους υποψηφίους με την εκλογική τους δύναμη.
Επιδράσεις των συστημάτων: α) Περιοριστική,δηλαδή περιορισμός
της εκλογικής προσφοράς με τον αποκλεισμό της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης
μικρών κομματικών σχηματισμών. Β) Στρεβλωτική, δηλαδή διαφοροποίηση στην
αναλογία εδρών-ψήφων μεταξύ των
σχηματισμών που επιτυγχάνουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Συνταγματικές
δεσμεύσεις εκλογικού νομοθέτη:
Α) Οφείλει να διασφαλίσει τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της
βουλής και να διευκολύνει την εκπροσώπηση όλων των ομάδων της κοινωνίας.
Β) Οφείλει να επιτρέπει ρυθμιστικό ρόλο στις μειοψηφίες, αν
συντρέχουν οι περιστάσεις, ενδυναμώνοντας το ρόλο τους.
Γ) Οφείλει να λαμβάνει υπόψη την αρχή ισότητας της ψήφου και
το εκλογικό σύστημα να μην ανατρέψει το αποτέλεσμα καθιστώντας κοινοβουλευτική
μειοψηφία το σχηματισμό που πλειοψήφησε.
Περιορισμοί του
παθητικού εκλογικού δικαιώματος(άρθρα 56/57):Τα εν λόγω άρθρα περιέχουν κωλύματα και
ασυμβίβαστα που περιορίζουν το παθητικό εκλογικό δικαίωμα. Αποτελούν εξαιρέσεις
του γενικού κανόνα της εκλογιμότητας και πρέπει η ερμηνεία τους να είναι στενή.
Σχετικά Κωλύματα( 56 παρ.1 εδ. α’):Τα κωλύματα που
αναφέρονται εδώ αίρονται με υποβολή παραίτησης του κωλυομένου προτού αυτός ανακηρυχθεί
υποψήφιος. Δεν προϋποτίθεται κατά το εδ. β’ αποδοχή της παραίτησης, ούτε τήρηση
άλλου τύπου. Η επάνοδος στην υπηρεσία απαγορεύεται μόνο για του παραιτηθέντες
στρατιωτικούς και εξ αντιδιαστολής συνάγεται πως επιτρέπεται για όλους τους
άλλους.
Απόλυτα Κωλύματα(56 παρ.1 εδ.δ’-παρ.3): Είναι αυτά
που δεν αίρονται ούτε με παραίτηση του υποψήφιου και αναφέρονται στις εν λόγω
διατάξεις.
Ασυμβίβαστα(57 Συντ.): Αναφέρονται περιπτώσεις
στο αρ. 57 και εξυπηρετούν δυο εν μέρει διαφορετικούς σκοπούς: α) Αποτροπή
δημιουργίας δεσμών οικονομικής εξάρτησης βουλευτή και οικονομικών φορέων ώστε
να εξασφαλιστεί η κατά συνείδηση γνώμη και ψήφος του. β) Αποτροπή εκμετάλλευσης
του αξιώματος του προς επίτευξη οικονομικού κέρδους, κάτι που έχει αρνητικές
συνέπειες για την αξιοπιστία των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Τα ασυμβίβαστα όμως πλέον
διευρύνονται και προς δυο άλλες κατευθύνσεις: α) προς την αποτροπή της σώρευσης
θεσμικής και εξωθεσμικής ισχύος και β)προς την εξασφάλιση της αφοσίωσης των
βουλευτών στα καθήκοντα τους με το επαγγελματικό ασυμβίβαστο.
Κτήση-Απώλεια
βουλευτικής ιδιότητας: Αποκτάται αυτοδικαίως με την εκλογή και ισχύει από τη μέρα της
εκλογής. Η ανακήρυξη τους από τα κατά τόπους πρωτοδικεία είναι τυπική. Η
ανάληψη καθηκόντων γίνεται μετά την ορκωμοσία.
Απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας έρχεται με: α)το θάνατο του βουλευτή β)την παραίτησή του γ)με τη διάλυση της βουλής ή λήξη της βουλευτικής περιόδου δ)με δημοσίευση απόφασης ΑΕΔ που ακυρώνει την εκλογή λόγω έλλειψης προσόντος, συνδρομής κωλύματος, παράβασης σχετικής με τη διενέργεια των εκλογών κλπ.Αναβίωση της βουλευτικής ιδιότητας μπορεί να υπάρξει σε περιπτώσεις εκ νέου σύγκλησης της Βουλής που διελύθη για ειδικούς λόγους(αρ. 34 παρ.2/48 παρ.2 κ 3/53 παρ.3).
Απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας έρχεται με: α)το θάνατο του βουλευτή β)την παραίτησή του γ)με τη διάλυση της βουλής ή λήξη της βουλευτικής περιόδου δ)με δημοσίευση απόφασης ΑΕΔ που ακυρώνει την εκλογή λόγω έλλειψης προσόντος, συνδρομής κωλύματος, παράβασης σχετικής με τη διενέργεια των εκλογών κλπ.Αναβίωση της βουλευτικής ιδιότητας μπορεί να υπάρξει σε περιπτώσεις εκ νέου σύγκλησης της Βουλής που διελύθη για ειδικούς λόγους(αρ. 34 παρ.2/48 παρ.2 κ 3/53 παρ.3).
Ελεύθερη εντολή(60 παρ.1)
Στο εν λόγω άρθρο κατοχυρώνεται το
δικαίωμα της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου του βουλευτή ως έκφραση της
ελεύθερης εντολής. Μέσω του άρθρου αυτού ο βουλευτής προστατεύεται απέναντι σε
κρατικά όργανα ώστε να μην υφίσταται κυρώσεις λόγω της έκφρασης γνώμης η λόγω
της ψήφου του.
Ο βουλευτής δεν προστατεύεται
απέναντι στο κόμμα του καθώς υποτιθέμενη ή πραγματική παραβίαση της κομματικής
πειθαρχίας οδηγεί σε προσωρινή ή μόνιμη διαγραφή του με αποτέλεσμα τη μη
επανεκλογή του. Απέναντι σε αυτό ο βουλευτής δεν έχει κανένα μέσο
προστασίας(δικαστικής ή κρατικής) καθώς το κράτος δεν επεμβαίνει στα εσωτερικά
των κομμάτων, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν αντισυνταγματικό.
Βουλευτική ασυλία: Εμπεριέχει το ανεύθυνο και το
ακαταδίωκτο του βουλευτή. Το ανεύθυνο εντοπίζεται στο αρ.61 παρ.1 και
προστατεύει το βουλευτή από κάθε ευθύνη(ποινική, αστική) δίχως χρονικό
περιορισμό για κάθε γνώμη ή ψήφο που αυτός έδωσε όσο ήταν βουλευτής.
Εξαίρεση υπάρχει στο αρ.61 παρ.2 για
το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Το ακαταδίωκτο(αρ.62 Συντ.) παρέχει
ευρύτερη αλλά σχετική(καθώς αίρεται με άδεια της Βουλής) προστασία και διαρκεί
όσο η βουλευτική ιδιότητα. Το ακαταδίωκτο αφορά κάθε ποινική δίωξη κατά του
βουλευτή για οποιοδήποτε αδίκημα, ενώ στο ίδιο άρθρο απαγορεύεται η κίνηση
ποινικής δίωξης κατά του βουλευτή επειδή θίγει το πρόσωπο και την εικόνα του.
Παρ’ όλα αυτά δεν απαγορεύει την άσκηση αγωγής με όλα τα δυνατά επακόλουθα(εκτός
της προσωποκράτησης) καθώς και την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων. Για όσο κρατά
η βουλευτική ιδιότητα, αναστέλλεται και η προθεσμία παραγραφής των εγκλημάτων
του βουλευτή. Μόνη ΕΞΑΙΡΕΣΗ αποτελούν τα αυτόφωρα κακουργήματα.
Η απόφαση για άρση της ασυλίας
λαμβάνεται με φανερή ψηφοφορία.Τις εγγυήσεις της ασυλίας συμπληρώνει το
βουλευτικό απόρρητο(αρ.61 παρ.3), δηλ. το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας του
βουλευτή που είναι απεριόριστο τόσο χρονικά, όσο και κατά περιεχόμενο.
Μορφές
κοινοβουλευτικού ελέγχου: α)Παρουσίαση στη Βουλή αναφορών πολιτών. β)Ερωτήσεις προς
υπουργό(από βουλευτές είτε του κυβερνώντος κόμματος, είτε της αντιπολίτευσης).
γ)Επερωτήσεις(οι οποίες έχουν επικριτικό για την κυβέρνηση χαρακτήρα).
δ)Συζητήσεις προ ημερησίας διατάξεως(γίνονται 6 συνολικά, τις 5 εκ των οποίων
δικαιούται η αντιπολίτευση και συνήθως συμμετέχουν ο πρωθυπουργός, οι πρόεδροι
των κομμάτων της αντιπολίτευσης και λίγοι υπουργοί). ε)Σύσταση εξεταστικής
επιτροπής(μέσω ειδικής διαδικασίας που ορίζεται στο 68 παρ.2). στ)Πρόταση δυσπιστίας.
Διάλυση της Βουλής
Διάλυση της Βουλής έχουμε με πρόωρη
λήξη της βουλευτικής περιόδου για κάποιο λόγο που περιοριστικά αναφέρει το
Σύνταγμα.
Διάλυση με
προεδρική πρωτοβουλία: Επιτρέπεται μόνο κάτω από τις προϋποθέσεις του άρθρου 41 παρ.1 εδ.α’. Σύμφωνα
με το αρ.35 παρ.2 το διάταγμα προσυπογράφεται αρχικά από τον πρωθυπουργό, αν
όμως αρνηθεί, αρκεί η υπογραφή του ΠτΔ. Στο 41 παρ.1 εδ.α’ «καταψήφιση» συνιστά
όχι μόνο απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης, αλλά και αποδοχή πρότασης δυσπιστίας,
ενώ «παραίτηση» νοείται η παραίτηση συνολικά της κυβέρνησης και όχι μόνο του
πρωθυπουργού.
Κατόπιν της διάλυσης της Βουλής με
προεδρική πρωτοβουλία, τις εκλογές διεξάγει η κυβέρνηση που είχε την
εμπιστοσύνη της διαλυμένης πια Βουλής. Αν δεν υπάρχει, εφαρμόζεται το 37 παρ. 3
εδ. γ’ που μας παραπέμπει στο 41 παρ.1 εδ. γ’. Έτσι ο ΠτΔ θα επιδιώξει
σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης και αν δεν τα καταφέρει, τότε θα αναθέσει
στον πρόεδρο ενός από τα 3 ανώτατα δικαστήρια το σχηματισμό εκλογικής
κυβέρνησης ευρείας αποδοχής.
Αν συντρέχουν οι λόγοι του αρ.41 τότε ο ΠτΔ δύναται και δεν
υποχρεούται να διαλύσει τη βουλή.
Διάλυση με
κυβερνητική πρωτοβουλία: Η διάλυση αυτή έχει ως έρεισμα μόνο την πολιτική συγκυρία, όπως την
εκτιμά η ίδια η κυβέρνηση.
Αναιτιώδης: Διάλυση με κυβερνητική πρωτοβουλία
που επιτρέπει ο συνδυασμός των άρθρων 38 παρ.1 εδ.γ’ και 37 παρ.3 εδ.γ’.
Προϋπόθεση είναι η ύπαρξη μονοκομματικής απόλυτης πλειοψηφίας και θέληση από
την κυβέρνηση να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές επειδή πιστεύει πως θα κερδίσει.
Δεν απαιτείται άλλη προϋπόθεση.
Αιτιώδης: Διάλυση με κυβέρνηση πρωτοβουλία
και επίκληση του αρ.41 παρ.2. Η αιτία πρόωρης διεξαγωγής εκλογών είναι η κατά
τεκμήριο αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας
από τη Βουλή και την κυβέρνηση που θα διαθέτουν νωπή λαϊκή εντολή. Τέτοια
θέματα είναι ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικά θέματα που αφορούν το
λαό έντονα.
Στην περίπτωση αυτή ο ΠτΔ είναι
υποχρεωμένος να διαλύσει τη Βουλή όπως φαίνεται από την οριστική διατύπωση του
εδ.α’ της παρ.2 του 41 Συντ.(«διαλύει»).
Ο ΠτΔ έχει αρμοδιότητα να ελέγξει τη
συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή αν η κυβέρνηση που διαλύει τη
Βουλή έχει ψήφο εμπιστοσύνης από την τελευταία. Αν δεν την έχει, τυχόν διάλυση
της Βουλής θα παρεμπόδιζε το σχηματισμό άλλης κυβέρνησης. Ο ΠτΔ δεν μπορεί να
επικυρώσει τη διάλυση αν εκκρεμεί πρόταση δυσπιστίας και ως εκ τούτου οφείλει
να περιμένει την απόφαση του κοινοβουλίου.
Αν και τα δικαστήρια είναι αρμόδια
για την ακύρωση των πράξεων των διοικητικών αρχών, εδώ δεν παρεμβαίνουν καθώς ο
ΠτΔ διαλύοντας τη Βουλή ενεργεί σαν ρυθμιστής του πολιτεύματος και όχι ως
διοικητική αρχή. Το εδ.β’ της παρ.2 του αρ.41 απαγορεύει διάλυση της νέας
Βουλής για το ίδιο θέμα.
Το Προεδρικό διάταγμα διάλυσης της
Βουλής προσυπογράφεται από το υπουργικό συμβούλιο και οφείλει να περιλαμβάνει
προκήρυξη εκλογών εντός 30 ημερών από τη διάλυση και συγκρότηση της νέας Βουλής
σε άλλες 30 μέρες.
Διορισμός της
Κυβέρνησης:
Γίνεται σύμφωνα με το αρ.37 παρ.1 με έκδοση 2 προεδρικών διαταγμάτων(ένα για
τον πρωθυπουργό και ένα για τα άλλα μέλη της κυβέρνησης)
Το ΠΔ για το διορισμό πρωθυπουργού
δεν τελεί υπό τον κανόνα της προσυπογραφής και αρκεί η υπογραφή τοθ ΠτΔ.
Το ΠΔ για τους υπουργούς
προσυπογράφεται από τον πρωθυπουργό, ο οποίος φέρει και την ευθύνη για την
επιλογή τους. Η πρωθυπουργική πρόταση είναι δεσμευτική για τον ΠτΔ καθώς τυχόν καθορισμός
της κυβέρνησης θα υπερέβαινε το ρυθμιστικό ρόλο του(30 παρ.1) και θα έθιγε τη
βάση του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Ο ΠτΔ οφείλει να ελέγξει τη συνταγματικότητα
των προτάσεων του πρωθυπουργού, δηλαδή να αρνηθεί διορισμό προσώπου στερούμενου
προσόντα του 81 παρ.2 η για το οποίο υπάρχει κώλυμα(89 παρ.4). Δεσμευτική είναι
για τον ΠτΔ είναι και η πρόταση παύσης υπουργού από τον πρωθυπουργό.
Ο βίος της κυβέρνησης ταυτίζεται με
αυτόν του πρωθυπουργού καθώς συνταγματικά, νέα κυβέρνηση έχουμε με το διορισμό
νέου πρωθυπουργού, ακόμα και αν τα μέλη της κυβέρνησης είναι τα ίδια.
Αν υπάρχει απόλυτη μονοκομματική
πλειοψηφία τότε ο ΠτΔ διορίζει πρωθυπουργό τον αρχηγό της(αρ.37 παρ.2 εδ.α’). Η
υποχρέωση αυτή δεν αφορά μόνο την επομένη της εκλογικής διαδικασίας αλλά κάθε
περίπτωση(π.χ. αλλαγή προέδρου κυβερνώντος κόμματος στο μέσο της βουλευτικής
περιόδου και παραίτηση του πρώην αρχηγού από το πρωθυπουργικό αξίωμα). Το εδ.α’
της παρ.2 του αρ.37 έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της «αρχής της δεδηλωμένης». Το
ίδιο ισχύει και για τον επικεφαλής συνασπισμού κομμάτων, καθώς αντιμετωπίζεται
ως ενιαίο κόμμα.
Αν κανένα κόμμα ή συνασπισμός δε
διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο ΠτΔ δίνει στον αρχηγό του
πρώτου σε έδρες κόμματος διερευνητική εντολή τριών ημερών, άτυπη, χωρίς ανάγκη
δημοσίευσης σε ΦΕΚ ή προσυπογραφής.
Αν η εντολή ευοδωθεί, τότε πρωθυπουργός ορίζεται, όποιος
πήρε διερευνητική εντολή ή τρίτος που υποδεικνύεται από τον συνασπισμό των
κομμάτων. Προϋπόθεση λήψης εντολής σχηματισμού κυβέρνησης δεν είναι η
συγκέντρωση απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά αυτή του 84 παρ.6.
Αν δεν ευοδωθεί τότε εντολή
διερεύνησης λαμβάνει ο 2ος σε δύναμη εδρών κ αν αποτύχει, ο αρχηγός
του 3ου. Αν και πάλι δεν γίνει τίποτα τότε συγκαλείται η σύσκεψη
πολιτικών αρχηγών ή ο ΠτΔ κάνει διαβουλεύσεις με τον καθένα ξεχωριστά.
Αν μετά την αποτυχία των
διερευνητικών εντολών, επιβεβαιωθεί στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών η αδυναμία
σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου, το
αδιέξοδο θα λυθεί με νέες εκλογές. Τη διεξαγωγή τους μπορεί να αναλάβει μια
οικουμενική κυβέρνηση με συναίνεση όλων των κομμάτων ώστε να εξασφαλιστεί το
αδιάβλητο του χαρακτήρα τους.
Αν δεν μπορεί να γίνει οικουμενική
κυβέρνηση, τότε έσχατη λύση είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης ευρύτερης δυνατής
αποδοχής υπό τον πρόεδρο ενός εκ των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας. Η
επιλογή του γίνεται από τον ΠτΔ με στόχο τη συγκέντρωση της μέγιστης δυνατής
αποδοχής.
Το Σύνταγμα πουθενά δεν απαιτεί ο
πρωθυπουργός να έχει εκλεγεί και βουλευτής. Στο 37 παρ.4 εδ.α’ αναφέρεται πως η
κοινοβουλευτική ομάδα οφείλει να
υποδείξει τον φορέα εντολής σχηματισμού κυβέρνησης, καθώς δεν τεκμαίρεται πια η
βούλησή της όπως στις παρ.2,3 όταν ο πρόεδρος εκλέγεται. Αντίθετη ερμηνεία
οδηγεί σε αδιέξοδα(π.χ. μονοκομματική απόλυτη πλειοψηφία και μη εκλεγείς
αρχηγός).
Παροχή ψήφου
εμπιστοσύνης(αρ.84):
Η ανάδειξη της κυβέρνησης ολοκληρώνεται με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από τη
Βουλή. Συνήθως έχει απλά επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και έχει σκοπό τη διασφάλιση
ύπαρξης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ψήφος εμπιστοσύνης οφείλει να ζητηθεί
εντός 15 ημερών από την ορκωμοσία του πρωθυπουργού. Άπρακτη πάροδος της
προθεσμίας αυτής ισοδυναμεί με καταψήφιση από το κοινοβούλιο.
Η κυβέρνηση δεν υποχρεούται να
ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή κατά τον ανασχηματισμό της, αν δεν
υπάρχει νέος πρωθυπουργός.
Πριν την ψηφοφορία διεξάγεται
συζήτηση(αρχίζει 2 μέρες μετά την πρόταση και ολοκληρώνεται σε 3 μέρες). Η
ψηφοφορία αρχίζει μετά τη συζήτηση (εκτός αν ζητηθεί από την κυβέρνηση 48ωρη
προθεσμία) και είναι ονομαστική.
Η κρατούσα γνώμη θέλει εξασφάλιση
της προβλεπόμενης στο 84 παρ.6 πλειοψηφίας αναγκαίας σε κάθε περίπτωση ψήφου
εμπιστοσύνης (τόσο κατά τη νέα κυβέρνηση, όσο και κατά τη θέση ζητήματος σε
άλλη περίοδο).
Απαλλαγή της
Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της: Τα γεγονότα που επιφέρουν απαλλαγή της κυβέρνησης
αναφέρονται στο αρ.38 του Συντάγματος. Αν συντρέχουν, τότε έχουν ως συνέπεια
την υποχρεωτική έκδοση ρυθμιστικού προεδρικού διατάγματος.
Ο ΠτΔ οφείλει να απαλλάξει την
κυβέρνηση, αν η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της. Αυτό σημαίνει είτε αποδοχή
πρότασης δυσπιστίας, είτε απόρριψη πρότασης για ψήφο εμπιστοσύνης. Η έκβαση της
ψηφοφορίας καθορίζει και τη στάση του ΠτΔ με γνώμονα το σεβασμό της αρνητικής
δεδηλωμένης.
Το αρ.81 παρ.2 απαιτεί από τα μέλη
της κυβέρνησης και τους υφυπουργούς να διαθέτουν τα κατά το άρθρο 55 προσόντα
του βουλευτή. Συνδυάζοντας τα 2 αυτά άρθρα συνάγονται τα εξής: Α)Το μέλος της
κυβέρνησης πρέπει να είναι 25 ετών τη μέρα της εκλογής του, ικανό για
δικαιοπραξία, Έλληνας πολίτης, ο οποίος δεν στερείται τα πολιτικά του
δικαιώματα κατόπιν δικαστικής απόφασης. Αν χάσει κάποιο από τα προσόντα αυτά, ο
πρωθυπουργός οφείλει να τον αντικαταστήσει άμεσα. Β)Η παρ.3 του αρ.81 Συντ.
καθιερώνει απόλυτη απαγόρευση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας όσο ασκούν τα
καθήκοντα τους.
Η παρ.4 επιτρέπει στον κοινό
νομοθέτη και άλλες θεσπίσεις ασυμβιβάστων.
Συνέπεια παράβασης των απαγορεύσεων
δεν είναι η έκπτωση από το υπουργικό αξίωμα αλλά η ακυρότητα των κατά παράβαση
πράξεων. Παύση του προκαλεί μόνο ο πρωθυπουργό κατά το 37 παρ.1 και η Βουλή με
απόσυρση της εμπιστοσύνης από το πρόσωπο αυτό κατά το 84 παρ.2 εδ.α’.
Το 82 παρ.1 αναθέτει στην κυβέρνηση
τον καθορισμό της «γενικής πολιτικής της χώρας». Πρέπει να επισημανθεί πως όταν
για μια πράξη του ΠτΔ απαιτείται προσυπογραφή, ο ουσιαστικά αρμόδιος είναι ο
υπουργός, διότι ο ΠτΔ, ως πολιτικά ανεύθυνος, περιορίζεται μόνο σε έλεγχο
νομιμότητας και συνταγματικότητας της προς έκδοση πράξης.
Το Σύνταγμα πέρα από τη γενική ρήτρα
του 82 παρ.1 αναθέτει με σειρά διατάξεων επιπλέον αρμοδιότητες. Όπου όμως δεν
προβλέπεται αρμοδιότητα, από το Σύνταγμα ή από το νόμο, είναι αθέμιτη η επίκληση
του 82 παρ.1, καθώς δεν καθιερώνει γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας.
Ο πρωθυπουργός από νομική άποψη
κατέχει ιδιαίτερη θέση στην κυβέρνηση, όχι τόσο λόγω των εξαγγελιών της παρ.2
του 82, όσο λόγω άλλων αρμοδιοτήτων του, όπως οι σχετικές με διορισμό και παύση
υπουργών, απαλλαγή κυβέρνησης από τα καθήκοντα της κλπ. Η άσκηση τους ή και
μόνο η απειλή τους, μπορεί να τον ενισχύσει εσωκομματικά.
Και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας
ευνοείται ο πρωθυπουργός, καθώς δίνει άδεια για τη δημοσίευση στην εφημερίδα
της Κυβερνήσεως κάθε κειμένου, του οποίου η δημοσίευση προβλέπεται από το νόμο.
Έτσι ο πρωθυπουργός ελέγχει συνολικά το θεσμικό λόγο της εξουσίας με εξαίρεση
τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες δεν δημοσιεύονται ποτέ στο ΦΕΚ.
Προεδρικές
Αρμοδιότητες
Κανόνας της Προσυπογραφής: Στο 35 παρ.1 εδ.α’ τίθεται ο
γενικός κανόνας ότι οι πράξεις του ΠτΔ αποκτούν κύρος μόνο μετά την
προσυπογραφή τους από τον αρμόδιο υπουργό. Ο τελευταίος καθορίζει το
περιεχόμενο και την έκδοσή της, ενώ ο ΠτΔ ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων,
όντας όμως αναρμόδιος να ελέγξει τη σκοπιμότητά της ή τις επιμέρους ρυθμίσεις
της.
Επομένως η αποφασιστική υπογραφή
είναι αυτή του υπουργού αφού στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος,
η κυβέρνηση καθορίζει την πολιτική της χώρας. Όταν απαιτείται προσυπογραφή από
το υπουργικό συμβούλιο, θα πρέπει να υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του
όλου αριθμού των μελών του. Αυτά τα εξωτερικά τυπικά στοιχεία υπόκεινται σε
δικαστικό έλεγχο και τυχόν έλλειψή τους καθιστά την πράξη ανυπόστατη.
Πράξη του ΠτΔ: είναι κάθε πράξη που ενεργεί αυτός
υπό την ιδιότητά του ως κρατικό όργανο ασκώντας τη αρμοδιότητά του κατά το
Σύνταγμα και του νόμους.
Με βάση τη νομική τους φύση οι
αρμοδιότητες του ΠτΔ διακρίνονται σε ρυθμιστικές(όσες ασκούνται υπό την
ιδιότητά του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος) σε νομοθετικές(όσες ασκούνται υπό
την ιδιότητά του ως παράγοντα της νομοθετικής λειτουργίας) και εκτελεστικές(όσες
ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως παράγοντα της εκτελεστικής λειτουργίας).
Ρυθμιστικές
αρμοδιότητες:
Εδώ κατατάσσονται ο διορισμός πρωθυπουργού, ο διορισμός και η παύση μελών της
κυβέρνησης, η απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, διάλυση της Βουλής,
προκήρυξη εκλογών και δημοψηφίσματος, σύγκληση Βουλής σε σύνοδο και αναστολή
των εργασιών της. Επίσης η παροχή διερευνητικών εντολών και τα διαγγέλματα προς
το λαό.
Οι αρμοδιότητες αυτές παίρνουν τη
μορφή ρυθμιστικών Προεδρικών Διαταγμάτων μη υποκειμένων σε ακυρωτικό έλεγχο
γιατί ο ΠτΔ δρα ως ρυθμιστής του πολιτεύματος και όχι ως διοικητική αρχή.
Νομοθετικές
αρμοδιότητες: Ο
ΠτΔ συμμετέχει στη άσκηση νομοθετικής λειτουργίας με την έκδοση και δημοσίευση
των ψηφισμένων από τη Βουλή νόμων. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι διοικητικές. Η
έκδοση του νόμου περιέχει τη βεβαίωση του αρχηγού του κράτους πως ακολουθήθηκε
η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία για την ψήφισή του. Αν υπάρχει
διαδικαστική παράβαση ο ΠτΔ έχει δικαίωμα αναπομπής του ψηφισμένου νομοσχεδίου
στη Βουλή(42 παρ.1 εδ. β’).
Στη νομοθετική λειτουργία συμμετέχει
εκδίδοντας πράξεις νομοθετικού περιεχομένου κατά τα 44 παρ.1 και 48 παρ.5. Οι
πράξεις αυτές είναι νομοθετικές κατά τον τύπο(δηλ. θεσπίζουν μεν πρωτεύοντες
κανόνες δικαίου αλλά όχι γενικούς και αφηρημένους).
Στις νομοθετικές αρμοδιότητες κατατάσσεται και η απονομή
χάρης κατά το 47 παρ.1 και 2. Η χάρη είναι πρωτεύων καταργητικός κανόνας για
ορισμένο άτομο και ισοδυναμεί με ατομικό νόμο. Πρωτεύων είναι γιατί δεν
εξαρτάται από νόμο υποσυνταγματικού επιπέδου που καθορίζει προϋποθέσεις της
χάρης. Φορέας της είναι ο ΠτΔ, αν και τα σχετικά ΠΔ δεν ξεφεύγουν από την
προσυπογραφή.
Εκτελεστικές
Αρμοδιότητες:
Σε αυτές περιλαμβάνεται η έκδοση κανονιστικών ΠΔ(αρ.43) αν και μια γνώμη θέλει
τα διατάγματα γενικής-ειδικής εξουσιοδότησης κατά φύση διοικητική και κατ’
ουσίαν νομοθετική αρμοδιότητα. Στις αρμοδιότητες ανήκει ο διορισμός και η παύση
δημοσίων υπαλλήλων(46 παρ.1), διορισμός δικαστικών(88 παρ.1),διενέργεια
υπηρεσιακών μεταβολών(90 παρ.1 κ΄5) και τέλος απονομή παρασήμων. Όλα αυτά
τελούν υπό τον κανόνα της προσυπογραφής.
Στις εκτελεστικές αρμοδιότητες
ανήκει και η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες όμως διοικούνται από την
κυβέρνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου